λαμυρόν

λαμυρόν
λαμυρός
full of abysses
masc acc sg
λαμυρός
full of abysses
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαμυρός — λαμυρός, ά, όν (Α) 1. γεμάτος αβύσσους, χαώδης («λαμυρὰ θάλασσα», Μέγα Ετυμολογικόν) 2. λαίμαργος, αδηφάγος («γάστριν καλοῡσι καὶ λαμυρὸν ὅς ἄν φάγη ἡμῶν τι τούτων», Αντιφάν.) 3. θρασύς, αναιδής 4. (για γυναίκα) φιλάρεσκη 5. (με καλή σημ.) κομψός …   Dictionary of Greek

  • χολώ — (I) άω, Α [χολή] 1. κατέχομαι από μελαγχολία («ὅ δὲ χολᾱν ποιεῑ, γάστριν καλοῡσι καὶ λάμυρον», Επικρ.) 2. οργίζομαι, χολώνομαι («ἐμοὶ χολᾱτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ», ΚΔ). (II) έω, Μ [χολή] οργίζομαι. (III) όω, Α βλ. χολώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”